- υποδένω
- βλ. ποδένω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποδένω — Μ βλ. ὑποδέω … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
υποδέω — ΜΑ, και ὑποδέννυμι και ὑποδέννω και ὑποδένω Μ δένω τα σανδάλια κάτω από τα πόδια μου, φοράω τα παπούτσια μου αρχ. 1. τυλίγω τα πόδια με κάτι («τὰς καμήλους... ὑποδοῡσι καρβατίναις ὅταν ἀλγήσωσιν», Πλούτ.) 2. δένω κάτι από κάτω («ἁμαξίδας γὰρ… … Dictionary of Greek
υποδετήριο — το, Ν 1. μετάλλινο ή ξύλινο όργανο, με το οποίο φοράει κανείς πιο εύκολα τα παπούτσια του, κόκαλο 2. λωρίδα από δέρμα ή πανί εφαρμοσμένη στο πίσω τμήμα τού υποδήματος για την υποβοήθηση τής εισαγωγής τού ποδιού σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδένω +… … Dictionary of Greek